βαμβακεία
Look at other dictionaries:
βαμβακείας — βαμβακείᾱς , βαμβακεία fem acc pl βαμβακείᾱς , βαμβακεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβακείας — βαμβακείᾱς , βαμβακεία fem acc pl βαμβακείᾱς , βαμβακεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)